Συνέντευξη στο Studio 1 87,6 και τη Ματούλα Ανδριώτη
Η Εθνική ομάδα που δεν τα κατάφερε, η δική του αξιόλογη πορεία στο εξωτερικό, αλλά και οι «πληγές» του τοπικού αθλητισμού που δεν γιατρεύονται και δεν στηρίζουν τους Κερκυραίους αθλητές, ήταν μερικά από τα όσα ανέλυσε αποκλειστικά στο Studio1 87,6 και τη Ματούλα Ανδριώτη ο διεθνής Κερκυραίος τερματοφύλακας χάντμπολ, Κώστας Τσιλιμπάρης.
– Να ξεκινήσουμε με την Εθνική ομάδα και τον αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς, μια και στο τελευταίο παιχνίδι χάσατε με μικρή διαφορά. Ήταν σοκ για σας;
«Κοίταξε, μας άφησε πικρή γεύση μπορούμε να πούμε, όπως κάθε τέτοιου είδους αποτυχία. Τα πράγματα αν τα αναλύσουμε και τα βάλουμε στη σωστή τους βάση, θα δούμε ότι είναι πολύ συγκεκριμένα. Η προσωπική μου άποψη εκ των υστέρων, είναι ότι δυστυχώς στο άθλημά μας και στο επίπεδο της εθνικής ομάδας έχουν γίνει πάρα πολλά βήματα πίσω, στο επίπεδο της ανάπτυξης, στο επίπεδο των πρωταθλημάτων και αυτή όλη η στέρηση έχει αντίκτυπο στην εθνική ομάδα. Με απλά μαθηματικά ένα και ένα κάνουν δύο. Τα πρωταθλήματα όλα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, η ανάπτυξη δεν έχει αποδώσει καρπούς και αυτή η γενιά που έφερε αυτές τις πρωτόγνωρες επιτυχίες στο ελληνικό χάντμπολ και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, έχει αρχίσει να πηγαίνει προς την απόσυρση. Παρότι κάποιοι συνεχίζουμε και δίνουμε ότι μπορούμε στην εθνική ομάδα. Θέλω να πω ότι παρότι πάντα υπάρχει αυτή η άσχημη αίσθηση στο τέλος όταν δεν καταφέρνουμε να πετυχαίνουμε τους στόχους. Απλά η αντίπαλη ομάδα ήταν λίγο πιο ισορροπημένη από άποψη πάγκου και καλύτερα προετοιμασμένη με την έννοια ότι η εικόνα που έβγαζαν στο γήπεδο, ήταν πιο δεμένη, πιο ομάδα».
– Πως νιώθεις όταν αγωνίζεσαι με τους λοιπούς Κερκυραίους παίκτες, τον Βασιλάκη, τον Ριγανά και όχι μόνο; Γνωρίζοντας ότι σε μια ομάδα και μάλιστα εθνική είσαστε τόσοι με κοινό τόπο;
«Έχουν υπάρξει σε κάποιες περιπτώσεις ειδικές και περισσότεροι κερκυραίοι, ακόμη και πέντε να αγωνίζονται ταυτόχρονα στην ομάδα, μαζί με τον Ευγένιο Κουλούρη και τον Γεωργιάδη και τους δύο άλλους που προανέφερες, Τον Αλέκο Βασιλάκη και το Νίκο Ριγανά. Αν το αντιμετωπίσουμε με αυτή τη λογική, δηλαδή «τοπικιστικά», είναι πολύ ευχάριστη αίσθηση, γιατί είναι άνθρωποι δικοί μου προσωπικά, υπάρχει ένα είδος εμπιστοσύνης ανάμεσά μας ιδιαίτερη γιατί και αθλητικά έχουμε γαλουχηθεί στους ίδιους χώρους. Επίσης έχουμε την εξωτερική επαφή εκτός γηπέδου και είναι μια ευχάριστη αίσθηση αλλά από εκεί και πέρα, στην εθνική ομάδα, αυτό που μετράει είναι να πιάνουμε τους στόχους. Δεν θα ήθελα μια εθνική ομάδα με περισσότερους κερκυραίους και λιγότερες επιτυχίες». (γελάει).
– Πάντως εσύ με τον Αλέξανδρο πρέπει να θεωρήστε βετεράνοι πλέον της εθνικής αλλά και γενικότερα στο άθλημα.
«Είμαστε πλέον σε αυτό το ηλικιακό όριο, εγώ ελπίζω επειδή αγαπώ πολύ αυτό το πράγμα που κάνουμε, να μπορέσουμε αρκετά χρόνια να παραμείνουμε σε αυτή τη συνομοταξία». (γέλια).
– Είναι και αθλητές που παίζουν μέχρι μεγάλη ηλικία στο χαντ μπολ.
«Βέβαια, εξαρτάται από πάρα πολλά πράγματα, από τη θέση, από την κράση».
– Η θέση σου, αυτή του τερματοφύλακα, είναι φαντάζομαι όπως στο ποδόσφαιρο που μπορεί ηλικιακά να παίξει περισσότερο;
«Ναι, ναι».
– Πάμε Γερμανία, εκεί που ξέρουμε ότι υπάρχει το δυσκολότερο ίσως πρωτάθλημα χαντμπολ. «Ζυμώθηκες» εκεί;
«Κοίταξε να δεις, πρώτα από όλα εγώ πριν τη Γερμανία, αγωνίστηκα στο ισπανικό πρωτάθλημα που τότε ήταν στο ίδιο περίπου επίπεδο με το γερμανικό, απλά το γερμανικό ήταν καλύτερο από άποψη οργάνωσης και της προσέλευσης του κοινού που ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Πάντως τότε προ εξαετίας περίπου το ισπανικό δεν είχε τίποτα μα ζηλέψει από το γερμανικό σε επίπεδο ομάδων και ονομάτων κλάσεως. Οπότε η πρώτη μου εμπειρία ήταν εκεί. Και αλλάζουν κάποια πράγματα σαν αθλητής μέσα σου συνειδητοποιείς ποια είναι η πραγματική σου αξία. Σε ένα περιφερειακό πρωτάθλημα, όπως είναι το ελληνικό, υποβαθμισμένο, για να μην πούμε κάτι άλλο, μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό που πραγματικά είναι. Εκεί λοιπόν στα πρωταθλήματα αυτά ο καθένας παίρνει τη θέση που του αναλογεί πραγματικά. Θέλει πολύ δουλειά και θέληση και προσπάθεια για να μπορέσεις να σταθείς, δεν είναι εύκολο».
– Οπότε, ισπανικά έμαθες, γερμανικά έμαθες και τώρα έχεις μάθει ιταλικά; (γέλια)
«Τώρα είμαι στον τρίτο χρόνο στην Ιταλία και ιταλικά έμαθα από τον πρώτο χρόνο. Δεν ξέρω με τις γλώσσες έχω μία ευκολία». (γέλια)
– Στην Ιταλία έχεις καταφέρει πολλά με την ομάδα σου. Μέχρι και νταμπλ δύο φορές. Σου πάει σαν χώρα και σαν πρωτάθλημα;
«Κοίταξε μετά από αυτές τις εμπειρίες που είχα, να βρεθώ σε ένα πρωτάθλημα όπως το ιταλικό, που προσεγγίζει αυτό που ανέφερα πριν περιφερειακό πρωτάθλημα και ποιοτικά δεν είναι κάτι το εξαιρετικό, στην ουσία για μένα ήταν εύκολο το να μπορέσω να δείξω την ικανότητά μου και τις δυνατότητές μου. Αυτό συνδυάστηκε και με μία ομάδα που ήταν αρκετά ποιοτική για το σύνολο του πρωταθλήματος και ήρθαν τα δύο πρώτα χρόνια, δύο πρωταθλήματα και δύο κύπελλα αλλά και δύο σούπερ καπ. Όλα στην ουσία. Στη φετινή χρονιά αυξήθηκε ο ανταγωνισμός, εμείς αντιμετωπίζουμε κάποια προβλήματα από φυγή παικτών που πήγαν σε μια αντίπαλη ομάδα και αναγκαστήκαμε να ξαναστήσουμε την ομάδα από την αρχή. Καταφέραμε και κάναμε μια πολύ καλή πορεία που δεν την περίμενε κανείς γιατί όλοι πίστευαν ότι η ομάδα είναι υπό διάλυση και καταφέραμε να φτάσουμε στον τελικό του πρωταθλήματος στον τελευταίο αγώνα με ένα γκολ διαφορά. Φτάσαμε στην πηγή και δεν ήπιαμε νερό, αλλά η χρονιά θεωρήθηκε επιτυχημένη υπό το πρίσμα όλων αυτών που είχαν συμβεί.
Για μενα ήταν πολλοί λόγοι που με οδήγησαν στην Ιταλία και γεωγραφικοί αν θες, γιατί η ομάδα μου αγωνίζεται στο Μπάρι και είναι καθαρά θέμα διάθεσης πότε θα έρθω».
– Άντε τώρα με ένα καραβάκι είσαι Κέρκυρα!
«Ακριβώς! Δεν έχει όμως κάτι το ιδιαίτερο όσον αφορά το αθλητικό κομμάτι για να αναλυθεί αυτή η τριετία στο ιταλικό πρωτάθλημα».
– Μένεις όμως έξω από την Ελλάδα χρόνια τώρα. Επιλέγεις το εξωτερικό;
«Όλα τα πράγματα ξέρεις, πρέπει να τα βάλω σε μια λογική ανάλυση. Το ελληνικό πρωτάθλημα, με μεγάλη μου θλίψη γιατί δεν είναι κάτι που με ευχαριστεί, σε όλα τα επίπεδα και αγωνιστικά και οικονομικά πάει από το κακό στο χειρότερο. Ότι προσπάθειες κι αν έχουν γίνει να συγκρατηθεί αυτή η πτώση, δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Εγώ βλέπω ότι χρόνο με τον χρόνο χειροτερεύουν τα πράγματα. Τώρα, επειδή και ο ανταγωνισμός στο εξωτερικό σε οποιοδήποτε πρωτάθλημα, είτε μιλάμε για τα ισχυρά όπως το γερμανικό, το γαλλικό ή το δανέζικό είτε κάποιο λιγότερο ισχυρό όπως μπορεί να είναι το ιταλικό ή το ρουμάνικο, ο ανταγωνισμός αυξάνεται. Εάν δεν μπορέσω να βρω μια πρόταση όπως πρέπει να είναι για να είμαι στο εξωτερικό, γιατί κι εκεί ξέρεις υπάρχουν κάποια όρια για να μπορείς να πεις ότι έχει κάποιο νόημα να είσαι μακριά από την πατρίδα σου και την οικογένειά σου, πιθανόν μια λύση θα είναι να επιστρέψω και στο ελληνικό πρωτάθλημα. Δεν μπορώ να το απορρίψω αυτό εκ των προτέρων, αλλά πάντα σε δεύτερη μοίρα. Προτεραιότητα είναι να είμαι στο εξωτερικό ώστε να αγωνίζομαι σε ένα καθεστώς επαγγελματικής φύσεως».
– Η Κέρκυρα τώρα είναι χαντμπολμάνα και έχει βγάλει πάρα πολλούς αθλητές και βγαίνουν και άλλα παιδιά. Θέλω οπωσδήποτε την άποψη σου για το νησί.
«Σε ευχαριστώ που μου κάνεις αυτήν την πάσα. Αυτό για μένα είναι ένα θέμα τεράστιο το οποίο δεν έχει καταφέρει να το ακουμπήσει κανείς, σε επίπεδο διοικητικό, διοικητικό – αθλητικό αλλά και ακόμη διοικητικό – πολιτικό καθαρά. Γιατί μιλάμε για ένα φαινόμενο που αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Μια ομάδα, και δεν θα το πάω καθαρά, στεγνά, ομαδικά και να πω ο Φαίακας γιατί δεν είναι μόνο ο Φαίακας. Είναι κάποιοι άνθρωποι που αγωνίζονται σε επίπεδο ανάπτυξης σε αυτό το νησί και μακάρι να γινόταν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά δεν το βλέπω, και υπάρχει μια συνεχής παραγωγή ταλέντων, τα οποία ταλέντα από μόνα τους δεν μπορούν να παίξουν ποιοτικό χάντμπολ. Υπάρχουν κάποιες ανάγκες για να φτάσουν αυτά τα ταλέντα στο σημείο να είναι παίκτες ενός υψηλού επιπέδου. Υπάρχουν προαπαιτούμενα τα οποία στο νησί μας δυστυχώς δεν έχουμε φτάσει ποτέ να τα ακουμπήσουμε σε επίπεδο «επαγγελματισμού» και οργάνωσης και προετοιμασίας. Ολοκληρώνεται αυτός ο παραλογισμός με το ότι ποτέ δεν έχουμε καταφέρει και βάζω και τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το πράγμα, να δημιουργήσουμε μια κατάσταση στο νησί της Κέρκυρας, όπου όλα αυτά τα ταλέντα και όλοι αυτοί οι αθλητές, που κάποιοι έγιναν αθλητές και κάποιοι έγιναν καλύτεροι, κάποιοι καλοί και κάποιοι παρέμειναν ταλέντα, να βρουν διέξοδο μια ανδρική ομάδα η οποία θα πρωταγωνιστήσει έστω σε αυτό το ελληνικό πρωτάθλημα, το οποίο όπως είπαμε δεν διανύει και την καλύτερη περίοδό του. Είναι παράλογο να υπάρχουν στην Εθνική ομάδα κατά μέσο όρο 3 – 4 – 5 Κερκυραίοι διεθνείς, άλλοι 4 – 5 αθλητές να αγωνίζονται σε ομάδες της πρώτης κατηγορίας, ομάδες εφηβικές και παιδικές να πρωταγωνιστούν, μία ομάδα ολόκληρη αθλητών πολύ υψηλού επιπέδου να αγωνίζεται αλλού και να μην υπάρχει μια διέξοδος στο νησί μας σε επίπεδο ανδρικής ομάδας, όπου θα μπορούν αυτά τα παιδιά να παίξουν και να εκπροσωπήσουν την πόλη και τον τόπο τους».
– Πάντως οι άνθρωποι που βοηθούν εδώ είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι. Αυτοί που βοήθησαν εσένα κάποτε βοηθούν και τα νέα παιδιά.
«Ναι και θα στο πως ξεκάθαρα γιατί δεν έχω σε αυτά τα πράγματα δεύτερες σκέψεις, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί μια τοπική κοινωνία, όπως η κερκυραϊκή έχει επενδύσει τα πάντα εδώ και μια πενταετία – εξαετία σε ένα ποδόσφαιρο στο οποίο δεν υπάρχει ούτε ένας κερκυραίος αθλητής, έχουν γίνει τεράστιες προσπάθειες ώστε να βρίσκεται η ομάδα ποδοσφαίρου μεταξύ πρώτης κατηγορίας και δεύτερης και δεν μπορεί να βρεθεί μέσω ιδιωτικής πρωτοβουλίας και μέσω της τοπικής πολιτικής σκηνής, η δυνατότητα να στηριχτεί ένα εγχείρημα το οποίο θα μπορούσε, κατά τη δική μου γνώμη, να δώσει πολλές χαρές στην Κέρκυρα και να γεμίσει με υπερηφάνεια τους ανθρώπους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Το έχω ξαναπεί, ότι θα ήταν πιθανόν η μοναδική περίπτωση μετά τη Λάρισα που το ’87 – ’88 θα μπορούσε να διεκδικήσει ακόμη και πρωτάθλημα εθνικής κατηγορίας με μία ομάδα καθαρά ντόπιων αθλητών. Θα μπορούσε και η Κέρκυρα κάτι αντίστοιχο να το πράξει στο χαντμπολ. Θα μπορούσε σε επίπεδο θεωρίας. Πρακτικά απέχουμε πολύ από αυτό το πράγμα γιατί δεν έχει συγκινηθεί κανείς με αυτήν την προοπτική».
– Το θεωρούν όμως λίγο «δεύτερο» το χαντμπολ Κώστα, χωρίς να θέλω να προσβάλλω.
«Φυσικά έτσι είναι, αλλά αν κάποιος δει το πώς αντιμετώπισαν στο Άργος τις επιτυχίες που έφερε η ομάδα χαντμπολ του Άργους και πως μαζεύτηκαν από την τοπική κοινωνία χιλιάδες άνθρωποι στην πλατεία για να πανηγυρίσουν τον ευρωπαϊκό τίτλο που κέρδισε η ομάδα και φυσικά το κλειστό γυμναστήριο που ήταν ασφυκτικά γεμάτο από τα μισά της σεζόν και μετά, έχοντας βέβαια 3 αργίτες αλλά είναι σε τελείως άλλη βάση το θεωρητικό πρότζεκτ που σου ανέλυσα εγώ. Πιστεύω ότι μια τοπική κοινωνία από τον αθλητισμό έχει ανάγκη να παίρνει και χαρές. Οι χαρές αυτές δεν μπορεί να είναι από ομάδες που χάνουν όλη τη χρονιά και κερδίζουν 3 – 4 αγώνες και τέλος. Δεν μπορεί να είναι από ομάδες που δεν έχουν λογική συνέχεια από τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα και είναι αποκομμένες. Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία και πιστεύω ότι δεν είναι αυτό ο λόγος που το χάντμπολ θεωρείται δεύτερο ή τρίτο ή τέταρτο ή πέμπτο. Θεωρώ ότι απλά πάσχουμε σε επίπεδο παραγόντων στον ελληνικό αθλητισμό από την αρχή έως το τέλος».
– Έχεις δίκιο σε αυτό. Πάντα αξίζει να μιλάμε μαζί σου γιατί η γνώμη σου έχει βαρύτητα μετά από όλα αυτά που έχεις ζήσει τόσα χρόνια. Θέλω να σε ευχαριστήσω και να σου ευχηθώ να ξεκουραστείς και ό,τι στόχους έχεις να τους εκπληρώσεις.
«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Ήταν χαρά μου».